- ὑποθέματος
- ὑπόθεμαbaseneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek
υποθεματιαίος — ον, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην βάση, στα θεμέλια κτίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόθεμα, ὑποθέματος + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek